αστέριος

αστέριος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή αρνήθηκαν να βασανίσουν τον μάρτυρα Θαλλέλαιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Μαΐου. 3. Ο οσιομάρτυρας. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Αυγούστου.
* * *
ἀστέριος, -α, -ον (Α) [αστήρ]
1. αυτός που αποτελείται από αστέρια
2. «ἀστέριος λίθος» — είδος ορυκτού, αστερίτης
3. το ουδ. ως ουσ. α) είδος αράχνης
β) ονομασία διαφόρων φυτών (σφονδύλιον, κάνναβις η ήμερος, κορωνόπους, αστήρ ο αττικός)
γ) είδος πηλού που το χρησιμοποιούσαν για σφραγίδες και στην ιατρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀστέριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέριος — starred masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… …   Dictionary of Greek

  • ἀστερίων — ἀστέριος starred fem gen pl ἀστέριος starred masc/neut gen pl ἀστερίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέριον — ἀστέριος starred masc acc sg ἀστέριος starred neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίη — ἀστέριος starred fem nom/voc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίην — ἀστέριος starred fem acc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίης — ἀστέριος starred fem gen sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστερίοιο — Ἀστέριος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίοιο — ἀστέριος starred masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”